- τοπηγορία
- τοπηγορία, ἡ,A discussion on a τόπος or common-place, rhetorical treatment of the same, Longin.11.2: pl., Id.12.5, 32.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοπηγορία — ἡ, Α συζήτηση για κοινό τόπο, για κοινοτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία, με έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ., όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος και ηγορία, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ.… … Dictionary of Greek
τοπηγορίαν — τοπηγορίᾱν , τοπηγορία discussion on a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπηγορίαις — τοπηγορία discussion on a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)